- σύρικας
- ο, Ν. βοτ. κρυπτογαμική νόσος τών φυτών από μικρομύκητες τού γένους ερυσίβη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Συρικάς — Συρικά̱ς , Συρικός from Syria fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρίκι — και σιρίκι, το, Ν 1. ποικιλία σταφυλιού μαύρου χρώματος 2. ο σύρικας 3. είδος κόκκινης βαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. συρικόν (χρώμα), ουδ. τού συρικός, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. *συρίκιον] … Dictionary of Greek
συρίκιασμα — το, Ν [συρικιάζω] ο σύρικας … Dictionary of Greek
συρικώνω — Ν [σύρικας] 1. συρικιάζω 2. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) συρικωμένος, η, ο αυτός που έχει προσβληθεί από σύρικα … Dictionary of Greek